Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ παρεόντα

См. также в других словарях:

  • παρεόντα — πάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg (epic doric ionic) πάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεόντ' — παρεόντα , πάρειμι 1 sum pres part act masc acc sg (epic doric ionic) παρεόντα , πάρειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) παρεόντι , πάρειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg (epic doric ionic) παρεόντε , πάρειμι 1… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEREGRINUS — I. PEREGRINUS Consul cum Aemiliano, an. Urb. Cond. 99. II. PEREGRINUS Guilielmus, vide ibi. III. PEREGRINUS Landenbergius, ab Albesto Imperatore Underwaldiis praefectus impositus, Henricô Melchtaliô duriter habitô, quippe cui oculos eruit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …   Dictionary of Greek

  • προγιγνώσκω — ΝΑ, και ιων. και μτνν. τ. προγινώσκω Α 1. γνωρίζω ή καταλαβαίνω κάτι εκ τών προτέρων («τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προγιγνώσκειν», Ιπποκρ.) 2. προαισθάνομαι κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προμαντεύω αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»